λιπόπολις

λιπόπολις
λιπόπολις, -ιος, ο, η (Α)
βλ. λιπόπολις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιπόπτολις — και στον Ησύχ. λιπόπολις, ιος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που εγκαταλείπει ή εγκατέλειψε την πόλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πτόλις (επικ. τ.) ή πόλις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”